- ἀνεκδήμητος
- ἀνεκ-δήμητος, ον,A unpropitious for a journey,
ἡμέρα Plu.2.269e
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡμέρα Plu.2.269e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανεκδήμητος — ἀνεκδήμητος, ον (Α) [εκδημώ] (για ημέρα) ακατάλληλος, μη ευνοϊκός για αποδημία … Dictionary of Greek
ἀνεκδήμητον — ἀνεκδήμητος unpropitious for a journey masc/fem acc sg ἀνεκδήμητος unpropitious for a journey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)